Μέρες - 2 - "ДНИ" - 2 |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Μέρες - 2 | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ξεκόλλησα τέλος ἀπό τήν Ἀθήνα τήν περασμένη Παρασκευή μέ τό ἐπιβατικό «Σοφάδες». Ἀργό ταξίδι, πολλή ζέστη: δέ μέ πειράζει τίποτε, ἀφοῦ φεύγω. Πρώτη φορά ἐδῶ, ὕστερ’ ἀπό τή Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ ’40• πρώτη φορά σέ ἑλληνική ἐξοχή, ἔπειτα ἀπό ἕξι χρόνια• σταθμός. Κοιτάζεις πίσω καί λογαριάζεις: Τί θά κάνω μετά τό Δημοψήφισμα; Χαῶδες ἄγνωστο• μιά ἄλλη στροφή τῆς ζωῆς μου. Ὁ μπελάς εἶναι ὅτι σέ τέτοιες περιστάσεις εἶναι καλό νά ξεκινᾶς μέ φρέσκιες δυνάμεις. Δυστυχῶς γιά μένα, τώρα βγαίνει στόν ἀφρό ἡ κόπωση τῶν τελευταίων ἑπτά ὀκτώ χρόνων. Σά μιά ἐπιστροφή στήν Ἑλλάδα τοῦτο τό ταξίδι. ………….. Μετρῶ τίς μέρες –ὅταν τίς μετρῶ– σάν τό φιλάργυρο. Ὅταν σκέπτομαι τήν Ἀθήνα• ἐφιάλτης, ἕνας θορυβώδης ἐφιάλτης. Ὁ Πόρος δέν εἶναι ὁ τόπος μου. Μολονότι ἀπό τίς λίγες ἑλλαδικές ἐξοχές ὅπου ἔχω «περασμένα», ἀσφαλῶς δέν εἶναι. Ἄλλωστε, ἐδῶ καί δέκα χρόνια, ὅταν ἐρχόμουν ἀπό τήν Αἴγινα, τόν ἔλεγα κρεβατοκάμαρα κοκότας. Ἔχει κάτι ἀπό τή Βενετία: κανάλι, ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στά σπίτια μέ βάρκες, χλιδή, νωχέλεια, αἰσθησιακός πειρασμός (λεμονοδάσος κτλ.) – τόπος γιά διακεκριμένους διεθνεῖς ἐρωμένους. Ὑπάρχει κάτι ἀπό τόν κλειστό χῶρο ἐδῶ, μέ πολλά μάγια βέβαια, κάτι ἀπό ἕνα λάκκο λαγνείας, μέ τό φεγγάρι ἀπό πάνω, καί, ὅλη μέρα, μέ τό χαλκό τῆς μουσικῆς τοῦ Προγυμναστήριου. Χτές βράδυ, ἀνεβαίνοντας νά κοιμηθῶ, στάθηκα μιά στιγμή στό μπαλκόνι τῆς κάμαράς μου κοιτάζοντας τίς ἀντικρινές κορυφογραμμές. Θυμήθηκα τόν ξένο φίλο πού ἔλεγε: «Γιά μένα, ἡ θάλασσα εἶναι ἕνας λάκκος». Σκέφτηκα τήν ἔξοδο ἀπό τοῦτο τό κανάλι πρός τούς βράχους τῆς Ὕδρας, κι ἔπειτα ὅλα πέρασαν: ἄν ἦταν νά μετακινηθῶ, θά ἦταν πρός τή φοβερή ζωή τῆς Ἀθήνας. Δυό χειμῶνες καλή δουλειά, ἔστω καί ἐδῶ, πόσο θά μέ καθάριζαν ἀπό τή φρίκη νά νιώθω πάντα ἐξόριστος ἀνάμεσα στόν κόσμο –ὄχι τούς ἀνθρώπους• τούς ἀνθρώπους τούς ἀγαπῶ– ἀλλά σ’ αὐτόν τόν κόσμο τῆς καταναγκαστικῆς ἄγονης τριβῆς. Εἶναι 4.30 ἀπομεσήμερο. Κάνει ζέστη. Κατέβηκα στήν τραπεζαρία, ἀφοῦ ἔριξα πάνω μου κάμποσους κουβάδες νερό. Καθώς ἔγραφα, πέρασε ἡ Ἀγλαόπη μέ τό κοστοῦμι τοῦ μπάνιου, ἀλαφριά σά χορεύτρια, βγαίνοντας ἀπό τή θάλασσα. Εἶπε: «Δέν μποροῦσα νά κοιμηθῶ». Στό δέρμα της θαλασσινές στάλες. Χτές, πρώτη φορά ἀπό τότε πού ἤρθαμε, ἀργά κατά τίς 8, στή χώρα γιά ψώνια μαζί μέ τή Μαρούλη πού ἔφυγε σήμερα τό πρωί. Διασκέδασα, σά νά μήν ἤμουν ἐγώ, κοιτάζοντας τήν κίνηση τοῦ λιμανιοῦ, βάρκες καί μεγάλες μπενζίνες ἀραγμένες στό μόλο. Μιά βαρκοῦλα εἶχε ζωγραφισμένο καταμεσίς τοῦ πανιοῦ, κακότεχνα, ἕνα κορίτσι. Ὁ βαρκάρης (ἄσκημος) εἶπε: «Εἶναι ἡ ἀρρεβωνιαστικιά μου». Τά σύνεργα τοῦ Ἐλύτη. Μαγαζιά καί μπακάλικα μέ πολλή ἀτμόσφαιρα, μέ λιθογραφίες καί ἄλλες ζωγραφιές, μέ ἀπίθανες πραμάτειες. Ἕνα κουρεῖο λεγότανε «Ἡ Εὔα». Πάνω ἀπό τή φάτσα ἑνός πελάτη μέ παχιά σαπουνάδα, ἡ εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ, τῆς Εὔας, τοῦ φιδιοῦ, τοῦ δέντρου, τοῦ μήλου – ὅλα τά συμπαρομαρτούντα. Ὁ προσεχτικός μικρόσωμος κουρέας, μέ τό ξυράφι στό χέρι, ἔμοιαζε καταπληκτικά τοῦ Ἀδάμ (τῆς λιθογραφίας). Πόσες σκουριές ἔχω νά βγάλω ἀπό πάνω μου; …… Τό ρολόι τοῦ χωριοῦ, ἕνα εἶδος καμπαναριό στήν κορυφή τοῦ βράχου τοῦ Πόρου• τήν ὥρα τή βλέπεις (ἀπό τή «Γαλήνη») μέ τά κιάλια. Τά σπίτια, χρῶμα καί γυαλάδα κάποτε ἄσπρου σμάλτου. Αὐτό τό φῶς. Περίπατος πρός τό Φάρο, χτές. Ὄχι ὡς τό τέλος. Σταματήσαμε λίγο πιό πέρα ἀπό τό Ρούσικο Ναύσταθμο. Περάσαμε ἀνάμεσα ἀπό κατασκηνώσεις, κάποτε ἐγκαταστάσεις ξενοδοχειακές κάτω ἀπό ἕνα πεῦκο: κρεβάτι μέ μπρούντζους πού γυαλίζουν, νιπτήρας, καρέκλα μέ ἁπλωμένη πετσέτα στή ράχη της – «πέσαν οἱ τοῖχοι τῆς κάμαράς μου κι ἔμεινα στόν κῆπο» πού ἔλεγε ὁ Τόνιο. Τό μέρος ἀνάμεσα Ναύσταθμο καί γιαλό φραγμένο μέ σύρματα. Ποιός ὁ ἰδιοκτήτης; Παρακάτω μιά καλύβα σ’ ἕνα λόφο. Τό σκυλί εἶναι ἄγριο. Μιά γριά τοῦ φωνάζει: – Μέσα, βρέ Σατανά! Πιό χαμηλά ἀπό τήν καλύβα, ἕνα μποστάνι. – Καλό τό μποστάνι σου, κυρά, τῆς λέμε. – Θά γίνει καλύτερο, λέει, ὅταν θά φέρουμε τό νερό ἀπό πάνω. Καί δείχνει τό βουνό. Σά νά ἦταν δική της ὁλόκληρη ἡ περιοχή. Ἐδῶ μοιάζει νά εἶναι ἀρκετό, γιά νά γίνεις ἰδιοχτήτης, νά ’χεις ἕνα σκύλο καί νά στήσεις κάπου μιά καλύβα. Ἀπόγεμα: Περνοῦν οἱ μέρες, περνοῦν οἱ μέρες. Ἡ Τούτη ξαπλωμένη μπροστά μου πάνω στό τραπέζι. Τό πρωί στή θάλασσα. Ἔπειτα ἐφημερίδες σά νά σηκώνεις ξαφνικά ἐπιδέσμους πάνω ἀπό ἄθλιες πληγές. Πῶς εἶναι δυνατό νά εἶναι ὁ ἴδιος ἄνθρωπος πού κολυμποῦσε μέσα στό νερό καί πού διαβάζει τώρα τήν ἐφημερίδα; Νά κάτι πού μοῦ εἶναι ὁλωσδιόλου ἀσύλληπτο. …… Αὔριο φεύγουμε. Ἀπό προχτές τό φεγγάρι ἔχει γυρίσει στή χάση. Ἡ λίμνη τοῦ Πόρου μέ τά φῶτα πού συλλαβίζω κάθε βράδυ μοιάζει νά βουλιάζει κάθε μέρα πιό βαθιά. Ὁ Πόρος, κλειστός ὅπως εἶναι, μοῦ θυμίζει ὡστόσο πώς λίγα εἶναι τά πράγματα πού χρειάζομαι, πώς θά ’πρεπε νά παραμερίζω πράγματα πού μ’ ἐμποδίζουν νά βλέπω. Ὅ,τι ἔχω ἐδῶ μπροστά μου, φτάνει: ἕνα ξύλο στήν ἀκρογιαλιά, ὁ χάλκινος ἦχος τοῦ Προγυμναστήριου, οἱ λιθογραφίες στά μπακάλικα τῆς χώρας, τά οὐδέτερα πρόσωπα, μοῦ φτάνουν γιά νά γράψω ὅ,τι θέλω. Δέν πολυπιστεύω πιά στούς πλατιούς ὁρίζοντες. Καταπληκτική ἐπιβίωση• μόλις βρεθῶ στήν ἐξοχή, οἱ συνήθειες τῆς παιδικῆς ἡλικίας. Ἡ κουβέντα ἑνός βαρκάρη, ἡ χειρονομία ἑνός ψαρᾶ, ἔχουν ἕνα κῦρος γιά μένα πού δέν ἔνιωσα παρά πολύ σπάνια στή συναναστροφή τόσων ὑπουργῶν, λ.χ., ἤ καθηγητῶν ἤ διανοουμένων. Ἐκεῖνοι ἀνήκουν, καί σήμερα ἀκόμη, σ’ ἕναν τελετουργικό κόσμο. Ἐνῶ τοῦτοι... Στή «Γαλήνη» ὅλα ἀναδίνουν μιά μυρωδιά ξεθυμασμένου ρομαντισμοῦ (ἀγγλική ἔννοια) τοῦ τελευταίου τέταρτου τοῦ περασμένου αἰώνα. Στή βιβλιοθήκη τά περισσότερα βιβλία εἶναι Ἄγγλων ξεχασμένων συγγραφέων. Boite à musique ἀγορασμένη στή Γενεύη στά 1876: καλό ξύλο μέ ἔνθετα πλουμίδια, μπρούντζινος κύλινδρος μέ ἀγκαθάκια, καμπανοῦλες, 7-8 σκοποί: «La sensitive», «Les cloches du monastère», «Faust», «Traviata», «La fille de Madame Angot» κτλ., τίτλοι γραμμένοι καλλιγραφικά σ’ ἕνα χαρτόνι καρφωμένο στo σκέπασμα, μέ τό θυρεό τῶν βασιλιάδων τῆς Μεγάλης Βρετανίας –«Dieu et mon droit»– κι ἀπό κάτω: «Valse, rien ne peut changer mon âme». Αὐτό τό κουτί εἶναι μιά μικρή κιβωτός πού κρατάει τόν καιρό σταματημένο, μέ τά 7-8 τοῦτα κομμάτια, ἑβδομήντα χρόνια τώρα. «Flacon débouché…», μέτρο τοῦ σημερινοῦ ἴλιγγου. Τό πρωί πήραμε τή βάρκα καί πήγαμε γύρω στό Δασκαλειό γιά μπάνιο. Ἀνάμεσα στό νησάκι καί στήν ἀκτή βουλιαγμένη ἡ Κίχλη. Μόνο ἡ καμινάδα ξεπερνᾶ λίγα δάχτυλα τήν ἐπιφάνεια. «Τή βούλιαξαν γιά νά μήν τήν πάρουν οἱ Γερμανοί» μοῦ λένε. Κοιτάξαμε ἀπό πάνω. Τό νερό ἀλαφριά ζαρωμένο καί τό παιχνίδισμα τοῦ ἥλιου, ἔκαναν τό καταποντισμένο καραβάκι –φαινότανε ἀρκετά καθαρά– μέ τά τσακισμένα του κατάρτια, νά κυματίζει σά σημαία, ἡ μιά θαμπή εἰκόνα μέσα στό μυαλό. Ὁ βαρκάρης ἔλεγε: «Ἀφοῦ βούλιαξε, τό ρήμαξαν οἱ μαυραγορῖτες». …… Ἦρθα τήν περασμένη Τετάρτη, ἀφοῦ ἔκλεισε μιά μεγάλη περίοδος τῆς ὑπηρεσιακῆς μου ζωῆς –ὀχτώ ἐννιά χρόνια, ἀρχίζοντας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Anschluss. Τό Ὑπουργεῖο μοῦ ἔδωσε δυό μῆνες ἄδεια, τήν πρώτη ἀπό τό καλοκαῖρι τοῦ ’37. Σκέπτομαι νά τήν περάσω ἐδῶ ἤ ὅπου μ’ ἀφήσουν ἥσυχο. Θέλω νά μπορέσω νά σκεφτῶ. Ξεκίνησα μέ σφιγμένη τήν καρδιά καί ἀρκετά γρουσούζης. Δέ θυμοῦμαι νά μοῦ ἔχει συμβεῖ ἄλλοτε τέτοιο πρᾶγμα. Κάθε φορά πού ξεκινοῦσα γιά τήν ἐξοχή, ὅλα τά λέπια τῆς πολιτείας ἔπεφταν μόλις πατοῦσα τό καράβι. Αἰσθανόμουν ἐλευθερωμένος. Ἀλλά τώρα δέν ξεκινῶ γιά τήν ἐξοχή, ξεκινῶ γιά ἕνα μακρύ ταξίδι ἀρκετά σκοτεινό καί εἶμαι βαριά τραυματισμένος ἀπό τόν τόπο μου. Δέν εἶχα κέφι νά στραφῶ σέ τοῦτο τό σημειωματάριο αὐτές τίς μέρες. Τά ὄνειρά μου (τοῦ ὕπνου) εἶναι ὅλα φτιαγμένα ἀπό παραστάσεις τῆς δημόσιας ζωῆς μου, καί οἱ μονόλογοί μου (σήμερα νωρίς τ’ ἀπόγεμα ἔκανα ἕνα μακρύ περίπατο στό δρόμο τοῦ μοναστηριοῦ) εἶναι γεμάτοι ἀπό ἐπιφωνήματα τῆς ἴδιας λογῆς. Κουβαλῶ πολλή βρωμιά μέσα μου –πού πρέπει νά φύγει. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά κοιτάξω εἶναι ὅτι ἡ ζωή μου εἶναι πιά μετρημένη. Δέν ἔχω τά σχεδόν ἀπεριόριστα περιθώρια πού αἰσθάνεται κανείς ὅταν κάνει σχέδια στά νιάτα του. ….. Αὐτή ἡ ἀτμόσφαιρα θερμοκηπίου τοῦ Πόρου. Θά χρειαζόμουν πιό ἀψηλό ἀέρα. Δέν ἔχω νά διαλέξω: ὅλο τό ζήτημα εἶναι νά βρῶ τέσσερεις τοίχους πού νά μέ προστατεύουν. Πάντα χαμένος –ἀλλά τίς ξέρω πιά αὐτές τίς καταστάσεις ὅταν ξαναγυρίζω στή μελέτη• δέ μέ ξαφνίζουν. Μήτε μπορῶ ν’ ἀπαλλαγῶ ἀκόμη ἀπό τή νευρικότητα τοῦ καιροῦ πού περνᾶ• μιά κακή συνήθεια. ….. Ἔκλεισε ἡ πρώτη ἑβδομάδα πού ἀσχολοῦμαι μέ τά χαρτιά μου. Ἦρθα ἐδῶ τήν προπερασμένη Τετάρτη βράδυ. Πέμπτη καί Παρασκευή γιά νά ταχτοποιήσω καθυστερούμενα καί ἀλληλογραφία. Ἔπειτα δουλειά ἀρκετά ἀπροσανατόλιστη. Αἴσθημα πώς ξαναμπαίνω σ’ ἕνα σπίτι ἀφησμένο βιαστικά ἀπό χρόνια, χωρίς νά προφτάσουν νά ἀδειάσουν οὔτε τά τασάκια τῶν τσιγάρων, καί σ’ ἁρπάζει ἀπό τά ρουθούνια ἡ παλιά ἀτμόσφαιρα μαζί μέ τό βαρύ συναίσθημα τοῦ ἄδειου περασμένου καιροῦ, χωρίς ἄσκηση, καί τά μέλη βαριά καί ἀδέξια. Χτές καί σήμερα καιρός συννεφιασμένος. Προχτές ἔβρεξε. Μπόρα. Μέ ἄπειρη ἁπαλοσύνη πλησιάζει ὁ χειμώνας. Ἡ «ὀμορφιά» ἔξω σέ διακόπτει ὁλοένα. Ἕνα κοίταγμα ἀπό τό παράθυρο• τό ἄρωμα τοῦ φθινοπωρινοῦ πεύκου, ἡ βοή τοῦ ἀγέρα. Θά πρέπει, φοβοῦμαι, ν’ ἀρχίσω νά δουλεύω, καί τή μέρα, μέ κλειστά παραθυρόφυλλα καί ἠλεχτρικό φῶς. Χῶρες τοῦ ἥλιου ὅπου δέν μπορεῖς ν’ ἀντικρίσεις τόν ἥλιο χῶρες τοῦ ἀνθρώπου ὅπου δέν μπορεῖς ν’ ἀντικρίσεις τόν ἄνθρωπο . …… Συγκίνηση χτές διαβάζοντας τήν ὁμιλία τοῦ Ἀχιλλέα στόν Πρίαμο. Κατάπληξη: αὐτή ἡ γραμμή τόσο σταθερή, καί συνάμα μιά τόσο εὐαίσθητη, παλλόμενη χορδή. Συγκίνηση ἀκόμη ἀπό τήν ὑψηλή τέχνη πού γονιμοποίησε ὁ Ὅμηρος σέ ἄλλους καί πού ἦταν ἐκεῖ, καθώς διάβαζα, ἕνας ἐναρμόνιος ἦχος. Καί τοῦτο: στόν Ὅμηρο ὅλα κρατιοῦνται, ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἕνα ὑφάδι ἀπό ὀργανικούς «λώρους» • ὁ ἐπίγειος, ὁ ἐπουράνιος κόσμος, ζῶα, φυτά, στοιχεῖα, καρδιές τῶν ἀνθρώπων, καλό, κακό, θάνατος, ζωή, πού ὡριμάζουν, χάνουνται, ξανανθοῦν. Ὁ μηχανισμός τῶν θεῶν δέν κάνει τίποτε τό ὑπερφυσικό, τό ἀπό μηχανῆς• κρατᾶ τή συνοχή, τίποτε ἄλλο. Κάτι ἀνάλογο εἶχα παρατηρήσει, στά ’31 στή Σκιάθο, ὅταν ξαναδιάβασα ἀπό τήν ἀρχή τήν Ὀδύσσεια. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ваши голоса | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Обсуждаем эту и другие работы на Форуме Конкурса >>> | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Подписаться на новые комментарии к этой работе | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Добавить комментарий | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Обсуждаем эту и другие работы на Форуме Конкурса >>> |
всего (сегодня) | |
Пользователи: | 204 (0) |
Переводы: | 0 (0) |
Комментарии: | 76945 (0) |
Иллюстрации: | 0 (0) |