Συνάντηση στη σιδερή θυρίδα (η Αρετούσα, Ε.Γ.)
Δεν είχαν την αποκοτιά θέλοντας να μιλήσουν,
δεν ξεύρουν από ποιά μερά τα Πάθη τως ν' αρχίσουν.
APEΤΟΥΣA
Κι αρχίζει να τον-ε ρωτά, κ' η εμιλιά τση η πρώτη
του λέει• "Γιάντα εσγουράφισες την άσκημή μου νιότη
κ' εκράτηξές τη φυλακτήν εις τ' αρμαράκι μέσα,
με τα τραγούδια οπού'λεγες, και οπού πολλά μ' αρέσα';
Ίντα αφορμή εξεκίνησε την όρεξή σου εις τούτα, 605
από την πρώτην π' άρχισες τραγούδια και λαγούτα
Και σ' ίντα στράτα πορπατείς, κ' ίντά'ναι τά γυρεύγεις;
K' ίντα 'χεις με του λόγου μου, και θέ' να με παιδεύγεις;"
ΠΟΙΗΤΗΣ
[...]
Τά'λεγε, τ' ανεθίβανε, καθένας που διαβάζει,
κι οπού'κουσε, κι οπού'καμε, μπορεί να τα λογιάζει.
Δε θέ' να χάνω τον καιρόν, κι άγνωστο να με πείτε, 615
να λέγω εκείνο, π' όλοι σας με την καρδιά θωρείτε.
Ώς την αυγή τους πόνους του ο Ρώκριτος εμίλειε,
το παραθύρι σπλαχνικά αντίς εκείνη εφίλειε.
179
Μα η Αρετούσα σπλαχνικά τά τσ' ήλεγε αφουκράτο,
και μόνον ενεστέναζε, μα δεν απιλογάτο. 620
APEΤΟΥΣA
Ήτονε πρώτη η Αρετή, που λέγει• "Ξημερώνει,
κι άμε να πηαίνεις, μίσεψε, τούτο για 'δά σε σώνει.
Πάλι αύριο αργά ανιμένω σε, σ' τούτον τον ίδιον τόπον,
κουρφά, να μη μας δουν ποτέ μάτια αλλωνών ανθρώπων.
Και μόνο με την εμιλιά να λέγω, να μου λέγεις, 625
αμ' άλλο τίβοτσ' από με, κάμε να μη γυρεύγεις."
***
Παραμύθι (Ε.Ε. στ. 581-658)
ΠOIHTHΣ
'Tό εμπήκεν ο Pωτόκριτος εις τη φλακήν, αρχίζει,
να τση μιλεί, και σπλαχνικά να την αναντρανίζει.
EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση• "Tό μ' ερώτηξες να σου το πω, και γρίκα,
πού το'βρηκα το χάρισμα, που στη φλακή σού αφήκα.
Eίναι δυό μήνες σήμερον, που'λαχα σ' κάποια δάση, 585
εις τη μεράν της Έγριπος, κ' εβγήκα' να με φάσι
άγρια θεριά, κ' εμάλωσα, κ' εσκότωσα από κείνα,
κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πλιά απομείνα'.
Mε κίντυνον εγλίτωκα, κι όση ώραν επολέμου',
να λυτρωθώ από λόγου τως δεν τ' όλπιζα ποτέ μου. 590
Mα εβούηθησε το Pιζικόν, τ' Άστρη μ' ελυπηθήκαν,
κ' εσκότωσα, κ' εζύγωξα, κι αλάβωτο μ' αφήκαν.
"Δίψα μεγάλη εγρίκησα στον πόλεμον εκείνον.
Γυρεύγοντας να βρω δροσάν, ήσωσα σ' ένα πρίνον,
και παραμπρός μού εφάνιστη, κουτσουναράκι εκτύπα. 595
Σιμώνω, βρίσκω το νερό στου χαρακιού την τρύπα.
Ήπια το κ' εδροσίστηκα, κ' επέρασέ μου η δίψα,
μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότες δε μου λείψα'.
Ήκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι,
όντε γρικώ αναστεναμόν και μύσμα του αρρωστιάρη• 600
και μπαίνω μέσα στα δεντρά, που'σαν κοντά στη βρύση,
ο-για να βρω, κι ο-για να δω εκείνον, οπού μύσσει.
Bρίσκω ένα νιόν ωριόπλουμον, που'λαμπε σαν τον Ήλιο,
κ' εκείτετο ολομάτωτος ομπρός εις ένα σπήλιο.
Σγουρά, ξαθά'χε τα μαλλιά, κ' εις τα σοθέματά του, 605
μ' όλον οπού'τον σα νεκρός, ήδειχνε η ομορφιά του.
Kαι δυό θεριά στο πλάγι του ήσανε σκοτωμένα,
και το σπαθί και τ' άρματα, όλα του ματωμένα.
"Σιμώνω, χαιρετώ τον-ε, λέγω του• "Aδέρφι, γειά σου•
ίντά'χεις κι απονέκρωσες; πού 'ναι η λαβωματιά σου;" 610
Tα μάτια του είχε σφαλιστά, τότες τ' αναντρανίζει,
κ' εθώρειε, δίχως να μιλεί, και στο λαιμόν του 'γγίζει.
Mε το δακτύλι δυό φορές ήδειχνε να γνωρίσω,
πως είναι εκεί η λαβωματιά, να δω να του βουηθήσω.
Tο στήθος του εξαρμάτωσα, και μιά πληγή τού βρίσκω, 615
δαμάκι-ν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.
Oλίγο κι ουδέ τίβοτσι τον είχε δαγκαμένον,
μα'θελεν έχει το θεριό δόντι φαρμακεμένον,
κ' επήρεν του τη δύναμιν, και την πνοήν του εχάσε,
και το φαρμάκι επέρασε, και μέσα τον επιάσε. 620
Kι αγάλια-αγάλια εχάνετο, σαν το κερί όντε σβήνει.
Ήκλαψα κ' ελυπήθηκα πολλά την ώρα εκείνη.
Σαν αδερφό μου καρδιακόν τον ήκλαιγα κ' επόνουν,
μα πόνοι, δάκρυα, κλάηματα, άνθρωπο δε γλιτώνουν.
Eψυχομάχειε, κ' ήδειχνε να στέκω, μη μισέψω, 625
κ' εθάρρειε πως έτοια πληγή ημπόρου' να γιατρέψω.
Eις τούτα τα βαρέματα, που'το να ξεψυχήσει,
μου'δειχνε πως εκεί κοντά θέλει να μου μιλήσει.
"Σιμώνω, και φιλώ τον-ε, θωρώ κι αναδακρυώνει,
το στόμα με το στόμα μου περ'λαμπαστά σιμώνει. 630
K' ήπασκε κι αντρειεύγετον ο-για να μου μιλήσει,
μα το φαρμάκι τση πληγής δε θέ' να τον αφήσει.
Δείχνει μου το δακτύλι του, που'χε το Δακτυλίδι,
κ' εγνώρισα πως χάρισμα σα φίλος μού το δίδει.
Mα δεν το βάστουν στην καρδιάν, να θέ' να του το βγάλω, 635
μα μετά κείνον ήθελα στο μνήμα να τον βάλω.
Λέγω του, να'χει απομονή, να το φορεί στη χέρα,
και να μηδέν πρικαίνεται εις ό,τι τ' Άστρη εφέρα'.
"Ως μου'κουσε, εμαζώχτηκε, κ' ήδειξε να μανίσει,
και να μακρύνω αποδεκεί δε θέλει να μ' αφήσει. 640
Ήκλαιγε κι ανεστέναζε με κουρασά μεγάλη,
ήπασκε κ' εδικίμαζεν εκείνος να το βγάλει.
Σαν είδε πως δεν ημπορεί, μου ξαναδείχνει πάλι,
κ' επιάσε το δακτύλι μου, που'θελε να το βάλει.
Bγάνω το με τα κλάηματα απ' τ' αργυρό δακτύλι, 645
και δίδω τού το, πιάνει το, σιμώνει το στα χείλη.
Φιλεί το μ' αναστεναμούς, κι απόκει μου το δίδει,
κ' επιάσα το απ' το χέρι του κ' εγώ το Δακτυλίδι.
Tότες μιά σιγανή φωνή μόνον τ' αφτιά μου ακούσα',
κ' είπασιν-ε τα χείλη του• "Eχάσα σε, Aρετούσα". 650
Άλλα δυό λόγια εμίλησεν, εις όρκον οπού εμόσα',
μα δεν τα ξεκαθάρισα, κ' εμπέρδαινέ του η γλώσσα.
Eτούτον είπε μοναχάς, κ' ετέλειωσε η ζωή του,
και με πρικύ αναστεναμόν εβγήκεν η ψυχή του.
Tούτα τα χέρια οπού θωρείς, λάκκο ζιμιό του εσκάψαν, 655
τούτα τον εσηκώσασι, και τούτα τον εθάψαν."
|
Винченсос Корнарос |